Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προωστήρας
1 εγγραφή
προωστήρας ο [proostíras] Ο2 : (τεχν.) όργανο για την πρόωση, κυρίως των πλοίων.

[λόγ. πρόωσ(ις) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. propulseur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες