Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προχωρητικός
1 εγγραφή
προχωρητικός -ή -ό [proxoritikós] Ε1 : που γίνεται ή που εξελίσσεται προς τα εμπρός, κυρίως ως επιστημονικός όρος. 1. (ψυχ.) Προχωρητική αμνησία, όταν ο ασθενής διατηρεί στη μνήμη όσα έχουν συμβεί πριν από την προσβολή, λησμονεί όμως τα μεταγενέστερα. 2. (γλωσσ.) Προχωρητι κή αφομοίωση / ανομοίωση, που προκαλείται από προηγούμενο φθόγγο· εξακολουθητική. Προχωρητική κίνηση του τόνου, μετακίνηση του τόνου προς το τέλος της λέξης. || (γραμμ.) Προχωρητική έλξη, στο σχήμα έλξεως, όταν οι αντωνυμίες όποιος και όσος εκφέρονται όχι στην πτώση που απαιτεί η σύνταξη της πρότασης στην οποία αυτά ανήκουν, αλλά στην πτώση της δεικτικής αντωνυμίας ή γενικά της λέξης στην οποία αναφέρονται, π.χ. «Επιβράβευσαν όλους όσους συνέβαλαν στην επιτυχία». προχωρητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προχωρη- (προχωρώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. progressif (διαφ. το ελνστ. προχωρητικός `προφορικός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες