Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προχοΐδα η [proxoíδa] Ο26 : μικρός γυάλινος, κυλινδρικός σωλήνας με τον οποίο μετρούν τον όγκο των χημικών διαλυμάτων.
[λόγ. < αρχ. προχοΐς, αιτ. -ίδα `αγγειό2΄ (παρερμηνεία κατά το πρόχους)]