Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προχειρολόγος
1 εγγραφή
προχειρολόγος ο [proxirolóγos] Ο18 θηλ. προχειρολόγος [proxirolóγos] Ο35 : αυτός που προχειρολογεί.

[λόγ. προχειρο(λογώ) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες