Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προχειρολογώ [proxiroloγó] Ρ10.9α : διατυπώνω απόψεις ή προβάλλω επιχειρήματα με προχειρότητα, χωρίς να τα έχω προετοιμάσει, ώστε να είναι σοβαρά και τεκμηριωμένα.
[λόγ. πρόχειρ(ος) -ο- + -λογώ]