Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προφύλαγμα
1 εγγραφή
προφύλαγμα το [profílaγma] Ο49 : η ενέργεια του προφυλάγω· προφύλαξη.

[λόγ. προφυλακ- (προφυλάσσω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] (διαφ. το μσν. προφύλαγμα `προφυλακή΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες