Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προφυλακτικό
1 εγγραφή
προφυλακτικός -ή -ό [profilaktikós] Ε1 : α. που είναι κατάλληλος για να προφυλάσσει από κτ.: Παίρνω προφυλακτικά μέτρα για να αποφύγω την επιδημία. Προφυλακτικές μέθοδοι για την αντισύλληψη. β. (ως ουσ.) το προφυλακτικό, ελαστικό κάλυμμα του πέους που χρησιμοποιείται κατά την σεξουαλική επαφή, ως μέσο αντισύλληψης και προστασίας από μεταδοτικά νοσήματα. προφυλακτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: α: ελνστ. προφυλακτικός· β: λόγ. σημδ. γαλλ. préservatif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες