Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προφητικός
1 εγγραφή
προφητικός -ή -ό [profitikós] Ε1 : που έχει σχέση με την προφητεία ή με τον προφήτη. 1. που προφητεύει, που έχει το χαρακτήρα της προφητείας: Tα προφητικά λόγια της Πυθίας / του Δανιήλ. || Οι προβλέψεις του ήταν προφητικές, για κπ. που έκανε δύσκολες προβλέψεις που επαληθεύτηκαν απόλυτα. || Ήταν ~, έκανε προφητικές προβλέψεις. 2. που έχει σχέση με τον προφήτη, που τον χαρακτηρίζει ή που προέρχεται από αυτόν: Tα προφητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Άνθρωπος που έχει το προφητικό χάρισμα. προφητικά ΕΠIΡΡ: Ο Όργουελ περιέγραψε ~ το σύγχρονο κόσμο.

[λόγ. < ελνστ. προφητικός `με προφητεία΄ σημδ. γαλλ. prophétique (στη νέα σημ.) < υστλατ. propheticus < ελνστ. προφητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες