Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσύμφωνο το [prosímfono] Ο40 : σύμβαση στην οποία προκαθορίζονται οι βασικοί όροι μιας οριστικής σύμβασης, την οποία έχουν υποχρέω ση οι συμβαλλόμενοι να συνάψουν μελλοντικά.
[λόγ. προ- σύμφωνον 2 μτφρδ. γαλλ. avant-contrat]