Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσόμοιος
1 εγγραφή
προσόμοιος -α -ο [prosómios] Ε6 : α. που μοιάζει με κπ. ή με κτ., που είναι παρόμοιος. β. (ως ουσ., εκκλ.) τα προσόμοια, τροπάρια που μοιάζουν μεταξύ τους ως προς το ρυθμό και το μέλος και που έχουν ως κοινό πρό τυ πο άλλα παλαιότερα και γνωστότερα.

[λόγ.: α: αρχ. προσόμοιος· β: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες