Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσόμοιος -α -ο [prosómios] Ε6 : α. που μοιάζει με κπ. ή με κτ., που είναι παρόμοιος. β. (ως ουσ., εκκλ.) τα προσόμοια, τροπάρια που μοιάζουν μεταξύ τους ως προς το ρυθμό και το μέλος και που έχουν ως κοινό πρό τυ πο άλλα παλαιότερα και γνωστότερα.
[λόγ.: α: αρχ. προσόμοιος· β: μσν. σημ.]



