Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσωρινότητα η [prosorinótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του προσωρινού: H ~ ενός μέτρου / μιας λύσης. H ~ δημιουργεί αβεβαιότητα και ανασφάλεια.
[λόγ. προσωριν(ός) -ότης > -ότητα]