Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσωπόμετρο
1 εγγραφή
προσωπόμετρο το [prosopómetro] Ο42 : μηχάνημα για τη μέτρηση του προσώπουI.

[λόγ. πρόσωπ(ον)I -ο- + -μετρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες