Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσωποποιώ
1 εγγραφή
προσωποποιώ [prosopopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. αποδίδω ανθρώπινη μορφή ή ανθρώπινες ιδιότητες σε ένα έμψυχο, σε ένα άψυχο ή σε μια αφηρημένη έννοια: Στα παραμύθια συχνά προσωποποιούνται τα ζώα. Ο πρωτόγονος άνθρωπος προσωποποίησε τα στοιχεία της φύσης. || Aυτός / αυτή είναι η τεμπελιά / η βλακεία / η εργατικότητα / η εντιμότητα (κτλ.) προσωποποιημένη, η προσωποποίηση της τεμπελιάς κτλ. 2. περιορίζω μια γενική κρίση στην περίπτωση ενός συγκεκριμένου προσώπου: Aς μην προσωποποιούμε το πρόβλημα του πολιτικού εκσυγχρονισμού στους σημερινούς αρχηγούς των κομμάτων.

[λόγ. < ελνστ. προσωποποιῶ `παρουσιάζω σαν πρόσωπο΄ & σημδ. γαλλ. personnifier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες