Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσωποποίηση
1 εγγραφή
προσωποποίηση η [prosopopíisi] Ο33 : 1. (γραμμ.) σχήμα λόγου με το οποίο αποδίδουμε ανθρώπινες ιδιότητες σε έμψυχα, σε άψυχα ή σε αφηρημένες έννοιες, π.χ. «κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε τα βουνά»: Στο έργο του Πλάτωνα «Nόμοι» γίνεται ~ των νόμων. || στις καλές τέχνες, αντρική ή γυναικεία μορφή που προσωποποιεί μια αφηρημένη έννοια: H ~ του θανάτου / της δόξας. H ~ της μελαγχολίας στον ομώνυμο πίνακα του Nτίρερ. 2. για κπ. που κατέχει σε πολύ μεγάλο βαθμό την ιδιότητα που δηλώνει το αφηρημένο ουσιαστικό: Aυτός / αυτή είναι η ~ της τσιγκουνιάς / της κακίας / του θάρρους.

[λόγ. πρόσωπ(ον)II -ο- + -ποίησις μτφρδ. γαλλ. personnification (διαφ. το ελνστ. προσωποποίησις `ομιλία με προσωπικές παρατηρήσεις΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες