Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσωπίδα
1 εγγραφή
προσωπίδα η [prosopíδa] Ο26 : 1α. ομοίωμα προσώπου, συνήθ. με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά για να προκαλεί το γέλιο, που αφήνει ελεύθερα τα μάτια και το στόμα και που το φορούν οι μεταμφιεσμένοι τις Aπόκριες· (πρβ. μάσκα1). || (μτφ.): Bάζω / φορώ την ~ της χαράς / της αδιαφορίας κτλ., προσπαθώ να κρύψω τα πραγματικά μου συναισθήματα. || προσωπείο2. β. (λόγ.) προστατευτικό κάλυμμα προσώπου· μάσκα2. 2. μεμβράνη που καλύπτει καμιά φορά το κεφάλι του νεογέννητου· σκέπη.

[λόγ. < ελνστ. προσωπίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες