Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσχώνω
1 εγγραφή
προσχώνω [prosxóno] -ομαι Ρ1 : για ποταμό που σχηματίζει προσχώσεις: H ακτή προσχώθηκε πριν από αρκετές εκατοντάδες χρόνια.

[λόγ. < αρχ. προσχώννυμι μεταπλ. κατά το χώννυμι > χώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες