Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσχηματίζω
1 εγγραφή
προσχηματίζω [prosximatízo] -ομαι Ρ2.1 : σχηματίζω κτ. εκ των προτέρων, κυρίως στη μππ.: Προσχηματισμένη γνώμη / άποψη, για να δηλώσουμε προκατάληψη, έλλειψη αντικειμενικότητας.

[λόγ. προ- σχηματίζω (διαφ. το μσν. προσχηματίζομαι `προβάλλω πρόσχημα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες