Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προσχέδιο
1 item total
προσχέδιο το [prosxéδio] Ο40 : 1α. κείμενο με τη γενική διατύπωση των βασικών όρων του οριστικού κειμένου: ~ νόμου, με τις γενικές διατάξεις που θα έχει το σχέδιο νόμου. ~ σύμβασης. β. τεχνική μελέτη, στο αρχικό στάδιο. 2α. (γλυπτ.) πρόπλασμα. β. (ζωγρ.) προκαταρκτικό σχέδιο, σκίτσο. || (παρωχ.) τα προκαταρκτικά στρώματα του χρώματος.

[λόγ. προ- σχέδιον μτφρδ. γαλλ. avant-projet]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go