Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσυλλογισμός ο [prosilojizmós] Ο17 : (λογ.) συλλογισμός του οποίου το συμπέρασμα χρησιμεύει ως προκείμενη πρόταση ενός άλλου συλλογισμού.
[λόγ. < αρχ. προσυλλογισμός]