Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προστυχεύω
1 εγγραφή
προστυχεύω [prostixévo] Ρ5.2α & προστυχαίνω [prostixéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : κάνω κπ. ή κτ. πρόστυχο. 1α. για εξωτερική εμφάνιση ή για συμπεριφορά που κάνει κπ. να φαίνεται πρόστυχος, άσεμνος ή χυδαίος: Aυτό το φανταχτερό ντύσιμο / το προκλητικό περπάτημα την προστυχαίνει πολύ. || Tα πολλά ψεύτικα κοσμήματα την προστυχαίνουν, για εμφάνιση κακόγουστη, χωρίς διακριτική κομψότητα. β. γίνομαι πρόστυχος, άσεμνος ή χυδαίος: Όταν μπεις σ΄ αυτό το κύκλωμα και καλός να είσαι προστυχεύεις. 2α. φτιάχνω κτ. με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται ευτελές και κακόγουστο: Tα χρυσά κρόσια τα προστυχαίνουν τα έπιπλά σου. || (παρωχ.) χαλώ την ποιότητα (ενός προϊόντος): Tα προστύχεψε πολύ τα παπούτσια του αυτό το εργοστάσιο. β. για κτ. που φαίνεται κακόγουστο ή που χάνει την καλή ποιότητά του.

[πρόστυχ(ος) -εύω, -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες