Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προστατευόμενος
1 εγγραφή
προστατευόμενος -η -ο [prostatevómenos] Ε5 : που προστατεύεται. 1. για κπ. που έχει τη συνεχή υποστήριξη κάποιου (ισχυρότερου), συνήθ. ως ουσ. ο προστατευόμενος, θηλ. προστατευόμενη, και μειωτικά, για κπ. που υποστηρίζεται και προωθείται με μη αξιοκρατικό τρόπο: Είναι ο ~ του καθηγητή / του διευθυντή. || Προστατευόμενο μέλος, έμμεσα ασφαλι σμένο μέλος της οικογένειας εργαζομένου (για ιατροφαρμακευτική περί θαλψη ή και για σύνταξη). 2. (οικολ.) για είδος της πανίδας ή της χλωρίδας που προστατεύεται με διάφορα μέτρα από εξαφάνιση ή καταστρο φή: H θαλάσσια χελώνα είναι προστατευόμενο είδος. Προστατευόμενη περιοχή, όπου απαγορεύεται κάθε επέμβαση που μπορεί να αλλοιώσει το φυσικό περιβάλλον.

[λόγ. μπε. του αρχ. προστατεύω μτφρδ. γαλλ. protégé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες