Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσταγλανδίνη η [prostaγlanδíni] Ο30 (συνήθ. πληθ.) : (βιολ.) ορμόνη που υπάρχει στα περισσότερα όργανα και στους ιστούς των θηλαστικών και που έχει ευρύ φάσμα δράσεως.
[λόγ. < διεθ. prosta(te) = προστά(της) 2 + glandine (ορθογρ. δαν.) -ine = -ίνη]



