Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προστάζω
1 εγγραφή
προστάζω [prostázo] -ομαι Ρ2.2 : α. επιτάσσω, απαιτώ την τήρηση ενός άγραφου ηθικού κανόνα: Είναι πάντοτε παρών όπου η πατρίδα / το κοινωνικό καθήκον τον προστάζει. β. (παρωχ.) διατάζω. γ. (νομ.) δίνω προσταγήγ.

[αρχ. προστάσσω μεταπλ. κατά το τάσσω > τάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες