Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσούτο
1 εγγραφή
προσούτο το [prosúto] Ο (άκλ.) : διαλεχτό κομμάτι από χοιρομέρι.

[λόγ. < ιταλ. prosciutto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες