Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσοφθάλμιος
1 εγγραφή
προσοφθάλμιος -ος -ο [prosofθálmios] Ε15 : (ιδ. οπτ.) ~ φακός, φακός ή σύστημα φακών που είναι στραμμένο προς το μάτι του παρατηρητή.

[λόγ. προσ- οφθαλμ(ός) -ιος απόδ. γαλλ. oculaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες