Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσκύρωση
1 εγγραφή
προσκύρωση η [proskírosi] Ο33 : (νομ.) αναγκαστική αφαίρεση (με δικαστική απόφαση) ενός κοινού πράγματος από τον έναν από τους διαδίκους και η μεταβίβαση της κυριότητας στον άλλον.

[λόγ. < ελνστ. προσκύρω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες