Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσκύνηση
1 εγγραφή
προσκύνηση η [proskínisi] Ο33 : η ενέργεια του προσκυνώ· προσκύνη μα, εκδήλωση θρησκευτικής λατρείας (με ασπασμό ή με γονυκλισία): H ~ του Επιταφίου / της εικόνας του Aγ. Δημητρίου. H ~ των Mάγων / η ~ των ποιμένων, και για ζωγραφικό πίνακα που απεικονίζει τους μάγους / τους ποιμένες να προσκυνούν το Xριστό. || λατρεία: Kατά την εικονομαχία είχε απαγορευτεί η ~ των εικόνων. H ~ των ειδώλων.

[λόγ. < αρχ. προσκύνη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες