Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσκυνώ
1 εγγραφή
προσκυνώ [proskinó] & -άω Ρ10.1α μππ. προσκυνημένος : 1α. ασπάζομαι ιερή εικόνα ή ιερό λείψανο ή γονατίζω μπροστά σε αυτά, για να εκδηλώσω την πίστη μου και για να ζητήσω την προστασία τους. || ασπάζο μαι τη σορό ενός νεκρού ή γονατίζω στον τάφο του, για να εκδηλώσω το σεβασμό μου. β. λατρεύω κπ. ή κτ., πιστεύω σε αυτό: Πολλοί αρχαίοι λαοί προσκυνούσαν τα είδωλα. γ. επισκέπτομαι ευλαβικά έναν τόπο: Ο ξενιτε μένος γύρισε για να προσκυνήσει την πατρίδα / τη γη των προγόνων του. 2α. (ιστ.) δηλώνω την υποταγή μου, γονατίζοντας ή σκύβοντας το κεφάλι μπροστά σε έναν αφέντη. || (επέκτ.) υποτάσσομαι σε αλλοεθνή ή και αλλόθρησκο κατακτητή: Οι κλέφτες Tούρκο δεν προσκυνάνε. β. (μτφ.) συμπεριφέρομαι με τρόπο που μειώνει την αξιοπρέπειά μου και το κύρος μου, για να γίνω αρεστός σε κάποιο ισχυρό πρόσωπο: Δε θα προσκυνήσουμε τους πλούσιους συμμάχους μας, για να μας δώσουν βοήθεια. Έγινε υπουργός και νομίζει ότι πρέπει όλοι να τον προσκυνούν. γ. (μππ.) για άτομο ή για λαό που δεν αντιστάθηκε αλλά δέχτηκε ταπεινωτικά τη δουλεία, την υποτέλεια. || (μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που συμβιβάζε ται, που δεν αντιδρά στην αυθαιρεσία της εξουσίας. ANT απροσκύνητος. δ. ως χαιρετισμός σε κληρικό, για να εκδηλώσουμε το σεβασμό μας: ~, δέσποτα.

[1: αρχ. προσκυνῶ· 2: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες