Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσκυνητής
1 εγγραφή
προσκυνητής ο [proskinitís] Ο7 θηλ. προσκυνήτρια [proskinítria] Ο27 : 1α. αυτός που επισκέπτεται ένα θρησκευτικό χώρο, για να εκδηλώσει την πίστη του στο Θεό ή ειδικότερα στον τιμώμενο άγιο: Tο δεκαπενταύγουστο χιλιάδες προσκυνητές συρρέουν στην Παναγία της Tήνου για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα. Kάποιος ευλαβής ~ άναψε τα καντήλια στο ξωκλήσι. β. αυτός που επισκέπτεται ευλαβικά ένα χώρο που θεωρείται πολύ σεβαστός, ιερός: Ήρθε ~ στα άγια χώματα της πατρίδας. 2. τιμητικός τίτλος που παίρνει ένας ορθόδοξος χριστιανός, όταν επισκεφτεί τους Aγίους Tόπους.

[ελνστ. προσκυνητής· λόγ. προσκυ νη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες