Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσκολλώ
1 εγγραφή
προσκολλώ [proskoló] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : I. (παθ.) 1α. αφοσιώνομαι υπερβολικά σε κπ. είτε για να τον προστατεύω είτε για να προστατεύομαι από αυτόν και δημιουργώ σχέσεις στενής εξάρτησης: Έχει προσκολληθεί στα παιδιά της και δεν τα αφήνει να φύγουν από κοντά της. Είναι προσκολλημένη στην οικογένειά της / στους γονείς της. β. μένω προσηλωμένος σε μια άποψη, σε μια ιδέα, σε μια ιδεολογία με αποτέλεσμα συνήθ. να μην μπορώ να υιοθετήσω νέες ιδέες ή να ασχοληθώ με κτ. άλλο: Έμεινε προσκολλημένος σε συνθήματα της προηγούμενης γενιάς. Έχει προσκολληθεί στη δουλειά του. 2. πηγαίνω απρόσκλητος κοντά σε κπ., συνήθ. σε συντροφιά και προσπαθώ με τρόπο φορτικό να δημιουργή σω φιλικές σχέσεις μαζί τους: Ήταν μόνη της και όπου έβλεπε παρέα έτρεχε για να προσκολληθεί. || Προσκολληθήκαμε σε μια ομάδα τουριστών και παρακολουθήσαμε την ξενάγηση, ακολουθήσαμε την ομάδα, χωρίς να ανήκουμε σε αυτή. II1. (στρατ.) τοποθετώ προσωρινά άνδρα ή άνδρες σε κάποιο στρατιωτικό τμήμα. 2. (λόγ.) κολλώ κτ. σε κτ. άλλο, το ενώνω με κτ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. προσκολλῶ `κολλώ σε κτ.΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες