Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσιδιάζω
1 εγγραφή
προσιδιάζω [prosiδiázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) 1. ταιριάζω, έχω ομοιότητες, αντιστοιχίες, αναλογίες με κτ.: H μέθοδος για τη γνώση ενός αντικειμένου πρέπει να προσιδιάζει στη φύση του. 2. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, γνώρισμα: Φαινόμενα όπως αυτό του κανιβαλισμού προσιδιάζουν σε πρωτόγονες κοινωνίες.

[λόγ. προσ- ελνστ. ἰδιάζω `είμαι ιδιόμορφος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες