Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσθαφαίρεση
1 εγγραφή
προσθαφαίρεση η [prosθaféresi] Ο33 : 1. η εκτέλεση προσθέσεων και αφαιρέσεων (συνήθ. σε λογαριασμούς). 2. η (διαδοχική) πρόσθεση και αφαίρεση: Tα σχέδια τροποποιούνται με την ~ διάφορων στοιχείων.

[λόγ. < ελνστ. προσθαφαίρε(σις) -ση (αστρον. όρος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες