Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσηλυτιστικός
1 εγγραφή
προσηλυτιστικός -ή -ό [prosilitistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον προσηλυ τισμό ή που έχει σχέση με αυτόν.

[λόγ. προσηλυτισ- (προσηλυτίζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες