Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσηγορικός -ή -ό [prosiγorikós] Ε1 : (γραμμ.) Προσηγορικά ή κοινά ονόματα, τα ουσιαστικά που σημαίνουν ένα σύνολο ομοειδών προσώπων, ζώων ή πραγμάτων (π.χ. άνθρωπος, άλογο, λουλούδι) και τα ουσιαστικά που σημαίνουν πράξη, κατάσταση ή ιδιότητα (π.χ. τρέξιμο, πίκρα, εξυπνάδα), σε αντιδιαστολή προς τα κύρια ονόματα.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. πληθ. τά προσηγορικά]