Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσβλητικός
1 εγγραφή
προσβλητικός -ή -ό [prozvlitikós] Ε1 : που προσβάλλει3, που θίγει: Προσβλητική συμπεριφορά / ενέργεια. Προσβλητικά λόγια. προσβλητικά ΕΠIΡΡ: Φέρομαι / μιλώ ~.

[λόγ. < ελνστ. προσβλητικός `που ρίχνει΄ σημδ. γαλλ. offensif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες