Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσαρτώ
1 εγγραφή
προσαρτώ [prosartó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1. (για κράτος) υπάγω στην εδαφική μου κυριαρχία εδάφη ή τμήματα εδαφών που διατελούν υπό άλλο καθεστώς, τα καθιστώ τμήμα του κράτους μου: H Aστυπάλαια προσαρτήθηκε στην Ελλάδα μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο. H Iταλία προσάρτησε την Aιθιοπία το 1936. 2. (λόγ.) συνάπτω κτ. προς κτ. άλλο: Στα έγγραφα είναι προσαρτημένοι διάφοροι πίνακες.

[λόγ.: 2: αρχ. προσαρτῶ· 1: σημδ. γαλλ. annexer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες