Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσαρμόζω
1 εγγραφή
προσαρμόζω [prosarmózo] -ομαι Ρ2.1 : 1. συνδέω, ταιριάζω κτ. με κτ. άλλο, στερεώνω: Στον αρχικό σκελετό του αυτοκινήτου προσαρμόζονται τα διάφορα μέρη του αμαξώματος με βίδες ή με κόλληση. Σε ειδική υποδοχή της συσκευής προσαρμόζονται τα κοπτικά εξαρτήματα. 2. τροποποιώ, μεταβάλλω κτ. ή ενεργώ έτσι, ώστε κάποιος ή κτ. να συμφωνεί, να ταιριάζει, να εναρμονίζεται με κτ. άλλο ή να εξοικειωθεί, να συμμορφωθεί προς κτ. νέο, διαφορετικό: H Ελλάδα οφείλει να προσαρμόσει τη νομοθεσία της προς αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άργησε να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη ζωή της πόλης / της επαρχίας. Aνέλαβε να προσαρμόσει τη μορφή του κειμένου προς το νοηματικό του περιεχόμενο.

[λόγ.: 1: αρχ. προσαρμόζω· 2: & σημδ. γαλλ. adapter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες