Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσαγωγός
1 εγγραφή
προσαγωγός -ός -ό [prosaγoγós] Ε16 : (ανατ.) 1. χαρακτηρισμός ανατομικών στοιχείων που η λειτουργία τους ασκείται από την περιφέρεια προς το κέντρο ενός οργάνου: Προσαγωγά αρτηρίδια. 2. χαρακτηρισμός μυών: Προσαγωγοί μύες, τρεις ισχυροί μύες του μηρού. || (ως ουσ.) ο προσαγωγός, ο προσαγωγός μυς: Mακρός / βραχύς / μέγας ~.

[λόγ. < αρχ. προσαγωγός `ελκυστικός΄ σημδ. γαλλ. adducteur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες