Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσάρτηση
1 εγγραφή
προσάρτηση η [prosártisi] Ο33 : 1. μονομερής πράξη ενός κράτους, με την οποία υπάγει στην εδαφική του κυριαρχία εδάφη που διατελούσαν υπό άλλο καθεστώς: H ~ της Aυστρίας / της Πολωνίας στη Γερμανία. 2. (λόγ.) η σύναψη, η σύνδεση.

[λόγ.: 2: ελνστ. προσάρτη(σις ) -ση· 1: σημδ. γαλλ. annexion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες