Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπτυχιακός
1 εγγραφή
προπτυχιακός -ή -ό [proptixiakós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τις σπουδές πριν από τη λήψη του βασικού πτυχίου: Προπτυχιακές σπουδές. β. που έχει σχέση με τις προπτυχιακές σπουδές: ~ φοιτητής. γ. (ως ουσ.) ο προπτυχιακός, αυτός που κάνει προπτυχιακές σπουδές.

[λόγ. προ- πτυχί(ον) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες