Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπομπός
1 εγγραφή
προπομπός ο [propombós] Ο17 : αυτός που έχει σταλεί, που φτάνει πριν από κπ. ή από κτ. που ακολουθεί ή αυτός που η εμφάνισή του προαναγγέλλει κτ.: Tα χελιδόνια είναι οι προπομποί της άνοιξης. || (στρατ.) το προπορευόμενο κλιμάκιο της εμπροσθοφυλακής.

[λόγ. < αρχ. προπομπός `συνοδός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες