Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προπαραμονή η [proparamoní] Ο29 : η μέρα πριν από την παραμονή, κυρίως μιας γιορτής ή μιας επετείου: H ~ του Πάσχα / των Xριστουγέννων είναι εργάσιμη μέρα.
[προ- παραμονή]