Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπαγάνδιση
1 εγγραφή
προπαγάνδιση η [propaγánδisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προπαγανδίζω1, η διενέργεια προπαγάνδας1: ~ ιδεών / απόψεων / θέσεων.

[λόγ. προπαγανδι- (προπαγανδίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες