Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προοικονομώ [proikonomó] -ούμαι Ρ10.9 : σχεδιάζω, τακτοποιώ εκ των προτέρων, προετοιμάζω, προβλέπω κτ. που θα το χρειαστώ, θα το χρησιμοποιήσω αργότερα: Tα πρόσωπα και η δράση τους προοικονομούνται στα λογοτεχνικά έργα.
[λόγ. < ελνστ. προοικονομῶ]