Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προοικονομία
1 εγγραφή
προοικονομία η [proikonomía] Ο25 : ο εκ των προτέρων σχεδιασμός, η προετοιμασία, η πρόβλεψη.

[λόγ. προ- οικονομία κατά τη σημ. του προοικονομώ (πρβ. ελνστ. προοικονομία `προλογική περίληψη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες