Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προξενεύω [proksenévo] Ρ5.2α : μεσολαβώ και φέρνω σε επαφή έναν άντρα και μια γυναίκα με στόχο να παντρευτούν: Tης προξένεψα ένα καλό παιδί. || (επέκτ., προφ.) μεσολαβώ για τη σύναψη μιας (εμπορικής ή άλλης) συμφωνίας, μεσιτεύω2.
[αρχ. πρόξεν(ος) `κάποιος που χειρίζεται υποθέσεις άλλου΄ (δες λ.) -εύω]