Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προμάμμη
1 εγγραφή
προμάμμη η [promámi] Ο30α : η προγιαγιά.

[λόγ. < ελνστ. προμάμμη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες