Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προλεταριάτο
1 εγγραφή
προλεταριάτο το [proletariáto] Ο39 : η κοινωνική τάξη των μισθωτών εργατών, που δεν έχουν δικά τους μέσα παραγωγής και που το εισόδημά τους προέρχεται αποκλειστικά από την πώληση της εργατικής τους δύναμης, η εργατική τάξη: Tο αγροτικό / το βιομηχανικό / το ελληνικό / το διεθνές / το παγκόσμιο ~. Δικτατορία* του προλεταριάτου. Επιστημονικό / πνευματικό ~, άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι επιστήμονες. Λούμπεν* ~.

[λόγ. < ιταλ. proletariato < γαλλ. prolétariat]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες