Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προλακτίνη
1 εγγραφή
προλακτίνη η [prolaktíni] Ο30 : (βιολ.) ορμόνη που εκκρίνεται από την υπόφυση και που προκαλεί, μεταξύ άλλων, τη γαλακτόρροια.

[λόγ. < γαλλ. prolactine (pro- = προ-, -ine = -ίνη)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες