Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προκοίλι το [prokíli] Ο44 : (προφ.) 1. το υπογάστριο. 2. το τμήμα της κοιλιάς που προεξέχει.
[προ- κοιλ(ιά) -ι (πρβ. μσν. προκοίλιος `κοιλαράς΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[προ- κοιλ(ιά) -ι (πρβ. μσν. προκοίλιος `κοιλαράς΄)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |