Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκοίλι
1 εγγραφή
προκοίλι το [prokíli] Ο44 : (προφ.) 1. το υπογάστριο. 2. το τμήμα της κοιλιάς που προεξέχει.

[προ- κοιλ(ιά) -ι (πρβ. μσν. προκοίλιος `κοιλαράς΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες